- υποδείδω
- Α1. τρομάζω μπροστά σε κάποιον και υποχωρώ ή απομακρύνομαι («τὸν καὶ ὑπέδδεισαν μάκαρες θεοί», Ομ. Ιλ.)2. (για πουλὶ) τρέμω κάποιον, ζαρώνω από τον φόβο μου («μέγαν αἰγυπιὸν... ὑποδείσαντες», Σοφ.)3. (γενικά) φοβάμαι, τρέμω («μή τις μοι ὑποδδείσας ἀναδύῃ», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + δείδω «φοβάμαι»].
Dictionary of Greek. 2013.